- διατεκμαίρομαι
- διατεκμαίρομαι (Α)1. προσδιορίζω, κατανέμω («ἔργα, τά τ' ἀνθρώποισι θεοὶ διετεκμήραντο», Ησίοδ.)2. καθορίζω, σημειώνω3. προκαθορίζω, αποφασίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διατεκμαίρομαι — mark out pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατεκμαίρῃ — διατεκμαίρομαι mark out pres subj act 3rd sg διατεκμαίρομαι mark out pres subj mp 2nd sg διατεκμαίρομαι mark out pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατεκμαιρόμενον — διατεκμαίρομαι mark out pres part mp masc acc sg διατεκμαίρομαι mark out pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατεκμαίρεσθαι — διατεκμαίρομαι mark out pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατεκμαίρεται — διατεκμαίρομαι mark out pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατεκμαίρονται — διατεκμαίρομαι mark out pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατεκμήραιτο — διατεκμαίρομαι mark out aor opt mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατεκμήρασθαι — διατεκμαίρομαι mark out aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατεκμήρωνται — διατεκμαίρομαι mark out aor subj mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διετεκμήραντο — διατεκμαίρομαι mark out aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)